ψηλάφηση — η / ψηλάφησις, ήσεως, ΝΜΑ [ψηλαφώ] το να αγγίζει κανείς κάτι με τις άκρες τών δαχτύλων νεοελλ. ιατρ. κλινική διαγνωστική μέθοδος που βασίζεται στην αίσθηση τής αφής και στην αίσθηση τών μυών για πιέσεις και αντιστάσεις αρχ. γαργάλισμα … Dictionary of Greek
ψηλάφηση — η η ενέργεια του ψηλαφώ, ψηλάφισμα, ψαχούλεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανεύρυσμα — Κοιλότητα με δικά της τοιχώματα συνεχόμενα με τα τοιχώματα κυκλοφορικού αγγείου, συνήθως αρτηρίας. Μορφολογικά, τα α. διακρίνονται σε ατρακτοειδή, όταν εμφανίζονται ως διάταση μιας ολόκληρης κυκλικής περιοχής τμήματος αρτηρίας, και σακοειδή, όταν … Dictionary of Greek
διάγνωση — Η διαδικασία που ακολουθείται για την αναγνώριση της νόσου από την οποία πάσχει κάποιος. Σε κάθε περίπτωση, οι γνώσεις, η πείρα και η οξύνοια του γιατρού συμβάλλουν αποφασιστικά στην ανάλυση και εκτίμηση των δεδομένων, καθώς και της σχέσης που… … Dictionary of Greek
επαφή — η (AM ἐπαφή) αφή, ψηλάφηση, άγγιγμα («τυφλοῑς τὸ βλέπειν τῇ σῇ ἐπαφῇ θείᾳ δέδοται», Μηναία) νεοελλ. 1. πρώτη συνάντηση με σκοπό στενότερες σχέσεις ή έναρξη διαπραγματεύσεων («ἡλθα σε επαφή με τους υπευθύνους τού περιοδικού») 2. σχέση, συνάφεια… … Dictionary of Greek
θίξις — θίξις, ἡ (Α) [θιγγάνω] 1. πλησίασμα, άγγιγμα, προσέγγιση, ψηλάφηση («ἄχρι τῆς Ἐρυθρᾱς θαλάσσης κατὰ θίξιν» μέχρι την Ερυθρά θάλασσα, την οποία πλησιάζουμε, Βέττ. Βαλ.) 2. μτφ. (για τον νου) αντίληψη 3. φρ. «ὁ κατὰ θίξιν περισκυθισμός» εγχείρηση… … Dictionary of Greek
καταδακτυλισμός — ο δακτυλική εξέταση τού απευθυσμένου, ψηλάφηση τού τελευταίου τμήματος τού παχέος εντέρου με το δάχτυλο … Dictionary of Greek
καταμαλάσσω — (AM καταμαλάσσω, Α και αττ. τ. καταμαλάττω) νεοελλ. μολύνω με την ψηλάφηση νεοελλ. μσν. μτφ. πραΰνω αρχ. μαλακώνω κάτι με τριβή ή αλοιφή … Dictionary of Greek
κλυδασμός — ο (AM κλυδασμός) [κλυδάζομαι] 1. κλυδωνισμός* 2. ιατρ. κυματοειδής κίνηση τού υγρού που υπάρχει σε μια φυσιολογική ή παθολογική κοιλότητα τού σώματος και είναι αισθητή κατά την ψηλάφηση 3. ναυτ. ακανόνιστος κυματισμός τής θάλασσας ο οποίος… … Dictionary of Greek
κοπρολαγνεία — η ιατρ. σεξουαλική απόκλιση που χαρακτηρίζεται από γενετήσια διέγερση η οποία προκαλείται με τη θέα, την όσφρηση ή την ψηλάφηση τών περιττωμάτων τού ερωτικά επιθυμητού ατόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprolagnia < copro (πρβλ.… … Dictionary of Greek